- πρωτοκλέφτης
- ο, θηλ. πρωτοκλέφτρα, Ν1. (στην τουρκοκρατία) ο αρχηγός, ο καπετάνιος τών κλεφτών2. κλέφταρος, αρχικλέφτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοκλέφτης — ο θηλ. έφτρα 1. ο αρχηγός, καπετάνιος ληστών. 2. αυτός που ξεπερνά όλους τους κλέφτες στην ικανότητα, αλλ. αρχικλέφτης, αρχικλέφταρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… … Dictionary of Greek